- σφονδύλιον
- και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Αβλ. σφοντύλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφονδύλιον — cow parsnip neut nom/voc/acc sg σφονδύλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδυλίου — σφονδύλιον cow parsnip neut gen sg σφονδύλιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδυλίων — σφονδύλιον cow parsnip neut gen pl σφονδύλιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδυλίῳ — σφονδύλιον cow parsnip neut dat sg σφονδύλιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… … Dictionary of Greek
αστέριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α., Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλας, οι μάρτυρες. Ήταν αδέλφια και κατάγονταν από την Κιλικία. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Ο μάρτυρας. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον άγιο Αλέξανδρο, επειδή… … Dictionary of Greek
νήσυρις — νήσυρις, ἡ (Α) (κατά τον Ψ Διοσκορ.) «σφονδύλιον» … Dictionary of Greek
σφονδυλίς — ίδος, ἡ, Α είδος ποώδους και δηλητηριώδους φυτού, το σφονδύλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηκων ίς)] … Dictionary of Greek
ԼԻՍԵՌՆ — (լըսռան կամ լիսեռան, անց.) NBH 1 0888 Chronological Sequence: Unknown date, 13c, 18c գ. Որպէս Սեռն անուոյ՝ առաւել ռամկօրէն վարի: Իսկ ʼի գիրս դնի որպէս Ոսկր սրունից եւ ոտից, եւ ողնայարի. ինճիք. ... κνήμη tibia σφόνδυλος vertebra, rotula, vertigo.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)